- δακρυφόρος
- -α, -οόποιος φέρνει ή προκαλεί δάκρυα.[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -φόρος < φέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Αλεξ. Κατακουζηνό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μουσείο, Σκιρώνειο Πολυχρονόπουλου — Εγκαινιάστηκε το 1976, ένα χρόνο μετά το θάνατο του ιδρυτή του γλύπτη Κώστα Πολυχρονόπουλου, και στεγάζει το μεγαλύτερο μέρος της καλλιτεχνικής του παραγωγής. Βρίσκεταιο στο 50ό χλμ. της παλαιάς Εθνικής Οδού Αθηνών Κορίνθου, στην περιοχή των… … Dictionary of Greek
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek